βρυχιέμαι
Look at other dictionaries:
βρυχιέμαι — ήθηκα 1. μουγκρίζω άγρια: Τα λιοντάρια βρυχιούνται. 2. μτφ., βγάζω ήχο σαν να βρυχιέμαι: Τα άγρια κύματα βρυχιούνται όλο το χειμώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… … Dictionary of Greek
βρουχούμαι — βλ. βρυχιέμαι … Dictionary of Greek
βρυχάζω — και βρυχιούμαι 1. θρηνώ 2. μηρυκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (διαλεκτικό) βρύχος «θρήνος» < βρυχιέμαι*] … Dictionary of Greek
βρυχίζω — και βρουχίζω (Μ βρυχίζω) Ι. βρυχιέμαι, μουγκρίζω νεοελλ. 1. (για άψυχα) θορυβώ υπερβολικά II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. πλημμυρίζω κάτι με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρυχώ*, αναλογικά κατά τα σε ίζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον… … Dictionary of Greek
βρυχώμαι — βλ. βρυχιέμαι … Dictionary of Greek
βρύχος — το [βρυχιέμαι] 1. βρυχηθμός, βοή, θόρυβος 2. θρήνος, οδυρμός … Dictionary of Greek
βρουχιέμαι — και βρουχιούμαι ήθηκα, μουγκρίζω άγρια, ουρλιάζω δυνατά, βρυχιέμαι: Τα λιοντάρια βρουχιούνται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουγκρίζω — μούγκρισα 1. (για τα βόδια και τα άγρια θηρία), φωνάζω δυνατά, βγάζω μουγκρητά, βρυχιέμαι: Τα λιοντάρια μουγκρίζουν όταν πεινάνε. 2. μτφ., φωνάζω δυνατά, βγάζω λαρυγγική φωνή με κλειστό το στόμα, βουίζω: Ο άνεμος μούγκριζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)